Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ψάμμωμα-σώμα ή ψαμμωμόσωμα, το

     psa’moma-so’ma, psammomo’soma    
psammoma-body

     σαμόουμα -bόdι    

Ερμηνεία:

[βλ. ψαμμοσωμάτια, τα]



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:



Συνώνυμα:







© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παθολογική Ανατομική: